- ινδόλιο
- Ετεροκυκλική ένωση του τύπου C8H7N (2,3-βενζοπυρόλιο). Είναι ουσία άχρωμη, κρυσταλλική με δυσάρεστη οσμή, έχει σημείο τήξης 52,5°C και σημείο ζέσης 253°C (με μερική αποσύνθεση). Διαλύεται στο ζεστό νερό και στους οργανικούς διαλύτες. Μπορεί να θεωρηθεί ότι σχηματίζεται από τη συμπύκνωση ενός πυρήνα βενζολίου με έναν πυρολικό δακτύλιο και παρασκευάζεται με απόσταξη του ινδικόλευκου πάνω από σκόνη ψευδαργύρου. Το ι. βρίσκεται σε ορισμένα αιθέρια έλαια (π.χ. γιασεμιού, ανθών πορτοκαλιάς κ.ά.), στη λιθανθρακόπισσα, από την οποία εξάγεται ως άλας αλκαλικών μετάλλων, και στα προϊόντα αποσύνθεσης των πρωτεϊνών (π.χ. στα κόπρανα), όπου συνοδεύει το ομόλογό του σκατόλιο. Ο ι. δακτύλιος συναντάται σε έναν μεγάλο αριθμό φυσικών ενώσεων, όπως στη φυτοορμόνη ινδολ-3-οξικό οξύ (ΙΑΑ) ή ετεροαυξίνη, στο αμινοξύ τρυπτοφάνη και στο αντιβιοτικό μιτομυκίνη Α. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία αρωμάτων. Τα αλκαλοειδή ι. είναι μία μεγάλη κατηγορία ενώσεων που περιέχουν τον πυρήνα του ι. και μπορούν να απομονωθούν από τα φυτά. Συντίθενται στους ιστούς από το αμινοξύ τρυπτοφάνη, μέσω πολύπλοκων ενζυμικών αντιδράσεων. Βλ. λ. ετεροκυκλικές ενώσεις· αλκαλοειδή.
Dictionary of Greek. 2013.